- εγείρω
- (AM ἐγείρω)1. σηκώνω από τον ύπνο2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος3. οικοδομώ, χτίζω4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις»)5. σηκώνομαι από τη θέση μουαρχ.-μσν.ανασταίνωαρχ.1. προάγω, προωθώ2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά3. φρουρώ, αγρυπνώ4. εξάπτομαι, διεγείρομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστώτας εγείρω εμφανίζεται ως υστερογενής σχηματισμός από τον αόρ. έγρετο και ο παρακμ. εγρήγορα (πρβλ. αρχ. ινδ. jāgāra, αβ. ĵa-gāra «ξαγρυπνώ») < *γήγορα με επίδραση τού απρμφ. αορ. εγρέσθαι. Ανερμήνευτο παραμένει το αρχικό ε- και αναπόδεικτες οι υποθέσεις ότι πρόκειται για προθηματικό στοιχείο ή προϊόν ανομοίωσης σε υποθετικό αόριστο με αναδιπλασιασμό* [γ]έ- γρ-ετο, ο οποίος όμως μαρτυρείται στην αρχ. Ινδική (πρβλ. ά-jī-gar, ji-gr-tάm). To ομηρικό εγρήσσω είναι παρεκτεταμένος εκφραστικός ενεστωτικός σχηματισμός κατά τα ρήματα σε -σσω (πρβλ. πτήσσω, κνώσσω). Οι τύποι αυτής τής ομάδας λέξεων στη νέα Ελληνική έχουν ήδη διαφοροποιηθεί σημασιολογικάοι λέξεις που προέρχονται από το θ. τού παρακμ. εγρήγορα εκφράζουν την έννοια τής ταχύτητας (πρβλ. γρήγορος), ενώ ο μεταπλασμένος ενεστώτας γέρνω*, ο αόρ. έγειρα χρησιμοποιούνται με τη σημασία «σκύβω, κλίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.